- αντιασφυξιογόνος
- -α, -ο. αυτός που εμποδίζει τη δηλητηρίαση από τοξικά αέρια ή ατμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιασφυξιογόνος — α, ο αυτός που προστατεύει από τα δηλητηριώδη αέρια: Οι στρατιώτες έχουν για ώρα ανάγκης αντιασφυξιογόνες προσωπίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπνευστήρας — Συσκευή που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπνέει, παρότι απομονώνει το αναπνευστικό σύστημα από το εξωτερικό περιβάλλον και παρέχει τον απαιτούμενο αέρα από άλλη οδό. Υπάρχουν δύο τύποι α.: ο α. ανοιχτού κυκλώματος, στον οποίο ο εκπνεόμενος αέρας… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek